- εγχωρώ
- ἐγχωρῶ (-έω) (AM)1. επιτρέπω2. απρόσ. επιτρέπεται («ἐγχωρεῑ αὐτῷ περὶ τούτων εἰδέναι»)3. φρ. «κατὰ τὸ ἐγχωροῡν» — όσο είναι δυνατόν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγχωρῶ — ἐγχωρέω give room pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐγχωρέω give room pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐγχωρέω give room pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐγχωρέω give room pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεγχώρητος — ἀνεγχώρητος, ον (Α) 1. εκείνος που είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί, ανέφικτος 2. απαράδεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εγχωρώ «καθιστώ δυνατόν, επιτρέπω»] … Dictionary of Greek